- ἔπειμι (ἐπιέναι)
- V 1-1-0-3-0=5 Dt 32,29; 1 Chr 20,1; Prv 3,28; 27,1; Od 2,29fut. of ἐπέρχομαι; to come upon; ἐπιών following, succeeding, next Dt 32,29; ἡ ἐπιοῦσα (sc. ἡμέρα) the next, the following (day) Prv 3,28
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἐπιέναι — ἔπειμι 2 ibo pres inf act ἐφίημι send to pres inf act (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek